обворожить - ορισμός. Τι είναι το обворожить
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι обворожить - ορισμός


ОБВОРОЖИТЬ      
привести в восхищение, очаровать.
О. слушателей пением.
обворожить      
сов. перех.
см. обвораживать.
обворожить      
ОБВОРОЖ'ИТЬ, обворожу, обворожишь, ·совер.обвораживать
), кого-что. Привести в восхищение, очаровать, пленить. "Он умел обворожить всех своим обращением." Гоголь.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για обворожить
1. Попытки обворожить прессу и публику фактически обречены на провал.
2. Ей не составляло труда подойти к человеку, познакомиться, обворожить и предложить пойти в клуб.
3. Их задача: обворожить миллионера и попытаться ухватить приличный кусок денежного пирога.
4. Выясняется, однако, что преступник - очаровательная барышня, которой не составляет особого труда обворожить обоих конвоиров.
5. На первый план выйдет все, чем человек может обворожить и привлечь к себе внимание.
Τι είναι ОБВОРОЖИТЬ - ορισμός